«Στην περίπτωση της αυτοανοσίας, παρατηρείται μία υπερβολική αντίδραση σε κάποιο αυτοαντιγόνο, ενώ στην περίπτωση της αλλεργίας παρατηρείται μία ακατάλληλη απάντηση σε κάποιο περιβαλλοντολογικό αντιγόνο, όπως για παράδειγμα η γύρη ή το τρίχωμα γάτας», επισημαίνει η κ. Ελένη Κομνηνού Ρευματολόγος, Διευθύντρια Κλινικής Αυτοάνοσων Ρευματικών Παθήσεων Μetropolitan General και συνεχίζει:
«Μια ομοιότητα στις οδούς ανάπτυξης μεταξύ αλλεργιών και αυτοάνοσων νοσημάτων είναι η εμπλοκή των ανοσοκυττάρων στην ανοσολογική απόκριση.
Με τις αλλεργίες, το ανοσοποιητικό σύστημα αντιδρά σε αβλαβείς ουσίες ή αλλεργιογόνα, γεγονός που οδηγεί στην ενεργοποίηση των κυττάρων του ανοσοποιητικού. Ομοίως, στα αυτοάνοσα νοσήματα, τα κύτταρα του ανοσοποιητικού μπορεί να αναγνωρίσουν τους ιστούς του εαυτού τους ως ξένους και να δημιουργήσουν μια ανοσολογική απόκριση, με αποτέλεσμα τη βλάβη των ιστών και τη φλεγμονή.
Περιβαλλοντικοί παράγοντες όπως αλλεργιογόνα, φάρμακα και τοξίνες μπορούν να προκαλέσουν ή να επιδεινώσουν αλλεργικές αντιδράσεις, ενώ λοιμώξεις, στρες και έκθεση σε ορισμένες περιβαλλοντικές τοξίνες έχουν εμπλακεί στην πυροδότηση ή την επιδείνωση αυτοάνοσων νοσημάτων.
Οι γενετικοί παράγοντες παίζουν επίσης ρόλο στην ανάπτυξη τόσο των αλλεργιών όσο και των αυτοάνοσων νοσημάτων. Ορισμένα γονίδια σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης αλλεργιών ή αυτοάνοσων νοσημάτων και γενετικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν τη λειτουργία των ανοσοκυττάρων, την παραγωγή κυτοκινών (φλεγμονωδών ουσιών από τα κύτταρα) και άλλες ανοσολογικές αποκρίσεις».
Διαφορές και ομοιότητες
«Ενώ οι αλλεργίες και τα αυτοάνοσα νοσήματα μοιράζονται ορισμένες ομοιότητες, συμπεριλαμβανομένης της εμπλοκής των ανοσοκυττάρων και των γενετικών παραγόντων, διαφέρουν σε ορισμένα σημεία. Ένας βασικός τομέας ενδιαφέροντος μεταξύ των αυτοάνοσων νοσημάτων και των αλλεργιών είναι ο τύπος των ανοσοκυττάρων που εμπλέκονται.
Υπάρχει μια επικάλυψη μεταξύ των τύπων κυττάρων που εμπλέκονται στην αυτοανοσία και την αλλεργία, καθώς και στις δύο περιπτώσεις συμμετέχουν παθογόνα CD4 Τ-κύτταρα (αυτοαντιδραστικά στο πρώτο, αντιδραστικά στο αλλεργιογόνο στο δεύτερο) καθώς και Β κύτταρα. Πρόσθετοι τύποι κυττάρων είναι μοναδικοί για κάθε ασθένεια, όπως (π.χ. μαστοκύτταρα σε αλλεργία).
Τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος μπορούν να οδηγήσουν τη φλεγμονή και τη βλάβη των ιστών στα όργανα-στόχους.
Μερικές μελέτες έχουν δείξει ότι τα άτομα με αλλεργίες μπορεί να έχουν αυξημένο κίνδυνο να αναπτύξουν αυτοάνοση νόσο και το αντίστροφο. Αυτό υποδηλώνει ότι μπορεί να υπάρχουν ορισμένοι γενετικοί ή περιβαλλοντικοί παράγοντες που συμβάλλουν στην ανάπτυξη και των δύο καταστάσεων» τονίζει η κ. Κομνηνού.
Μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό International Review of Rheumatic Diseases διαπίστωσε ότι οι ασθενείς με συστηματικό ερυθηματώδη λύκο (SLE), μια αυτοάνοση νόσο, είχαν υψηλότερο επιπολασμό αλλεργικής ρινίτιδας σε σύγκριση με υγιείς μάρτυρες. Μια άλλη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Allergy, Asthma and Clinical Immunology διαπίστωσε ότι οι ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα, επίσης μια αυτοάνοση νόσο, είχαν υψηλότερο επιπολασμό της ατοπικής δερματίτιδας, ενός τύπου δερματικής αλλεργίας.
Η συχνότητα των αλλεργιών στο γενικό πληθυσμό είναι αρκετά υψηλή (περίπου το 20% των Αμερικανών), ενώ η συχνότητα των αυτοάνοσων νοσημάτων είναι μεταξύ 5-7%. Έτσι, η πιθανότητα κάποια άτομα με αλλεργίες να αναπτύξουν επίσης αυτοάνοση νόσο είναι σχετικά υψηλή.
Μπορούν οι αλλεργίες να προκαλέσουν αυτοανοσία και/ή έξαρση αυτοάνοσου νοσήματος;
«Ενώ υπάρχουν αναφορές για αποκρίσεις σε ορισμένα αλλεργιογόνα που προκαλούν επίσης αυτοάνοση νόσο, μια τέτοια επίδραση αλλεργικών αποκρίσεων δεν παρατηρείται γενικά.
Συνολικά, η σχέση μεταξύ αλλεργιών και αυτοανοσίας είναι πολύπλοκη και συχνά ποικίλλει ανάλογα με το άτομο, το συγκεκριμένο αλλεργιογόνο ή την αυτοάνοση νόσο και άλλους παράγοντες.
Δεν θα αναπτύξουν όλα τα άτομα με αλλεργίες αυτοάνοσες ασθένειες και δεν προκαλούνται ή επιδεινώνονται όλες οι αυτοάνοσες ασθένειες από αλλεργίες.
Η κατανόηση της συσχέτισης μεταξύ αλλεργιών και αυτοάνοσων ασθενειών θα μπορούσε να έχει σημαντικές επιπτώσεις για τη διάγνωση, την αντιμετώπιση και τη θεραπεία διαταραχών που προκαλούνται από το ανοσοποιητικό σύστημα», εξηγεί η ειδικός.
Συμπερασματικά
«Είναι σημαντική η συνύπαρξη και η συνεργασία των ειδικών ιατρών (Ρευματολόγων – Αλλεργιολόγων) προκειμένου να διαγνωστούν και να αντιμετωπιστούν οι ασθενείς, όταν είναι δυνατόν, προκειμένου να τελειοποιηθεί ένα σχέδιο θεραπείας», καταλήγει η κ. Κομνηνού.
Άρθρο της Δρ Ελένης Κομνηνού στο documentonews.gr