Αποτελούν μία ομάδα νοσημάτων με μεγάλη ετερογένεια ως προς την επιδημιολογία και τις κλινικές τους εκδηλώσεις. Αφορούν το 5-8% στο γενικό πληθυσμό και προσβάλλουν σε μεγάλο ποσοστό γυναίκες στην ηλικία τεκνοποίησης σε σχέση με άντρες, ενώ το κληρονομικό ιστορικό φαίνεται να παίζει μεγάλο ρόλο.

Η συσχέτιση μεταξύ της αναπαραγωγικής αποτυχίας και της διάσπασης της  ανοχής που χαρακτηρίζει τις αυτοάνοσες ασθένειες, έχει  αναγνωριστεί εδώ και δεκαετίες σε σχέση με τις καθιερωμένες αυτοάνοσες ασθένειες. Αρκετές μελέτες υποδηλώνουν ότι αυτοάνοσοι μηχανισμοί μπορεί να επηρεάσουν την αναπαραγωγική ζωή και τη γονιμότητα και των δύο φύλων, που συνήθως εκδηλώνεται ως υπογονιμότητα (αδυναμία σύλληψης).

 Οι αυτοάνοσες παθήσεις διακρίνονται σε Φλεγμονώδεις νόσοι των αρθρώσεων:

  • ρευματοειδής αρθρίτιδα: μέγιστη επίπτωση: 35-55 χρονών
  • αγκυλωτική σπονδυλαρθρίτιδα: μέγιστη επίπτωση: 23-40 χρονών
  • ψωριασική αρθρίτιδα: >40 χρονών
  • συστηματικός ερυθηματώδης λύκος: μέγιστη επίπτωση: 20-35 χρονών.
  • Aντι-Φωσφολιπιδαιμικό σύνδρομο (ΑpS)
  • άλλα νοσήματα του συνδετικού ιστού
  • αγγείτιδες

Υπογονιμότητα

Η γονιμότητα στις γυναίκες ρυθμίζεται από μια σειρά πολύ συντονισμένων και συγχρονισμένων αλληλεπιδράσεων στον άξονα  υποθαλάμου-υπόφυσης-ωοθήκης. Ως εκ τούτου, η γυναικεία γονιμότητα μπορεί να επηρεαστεί από ασθένειες ή δυσλειτουργίες του αναπαραγωγικού συστήματος, του    νευροενδοκρινικού   συστήματος   και του ανοσοποιητικού συστήματος.

Η  υπογονιμότητα δηλαδή, η αδυναμία επίτευξης εγκυμοσύνης (ελεύθερες  επαφές  επί 12 μήνες), αφορά το 10%-20% των γυναικών  ζευγαριών και είναι μια διαταραχή αναπαραγωγής που έχει τεράστιες επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής για εκατομμύρια ασθενείς. Επηρεάζει 1 στα 5 ζευγάρια και οι περισσότεροι ασθενείς υποβάλλονται σε εκτεταμένες διαγνωστικές και θεραπευτικές παρεμβάσεις στο ταξίδι τους για τη δημιουργία μιας οικογένειας.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, περίπου το 10% των γυναικών ηλικίας 15 έως 44 ετών εκτιμάται ότι δυσκολεύεται να συλλάβει ή να μείνει έγκυος. Σε όλο τον κόσμο, 8 έως 12% των ζευγαριών αντιμετωπίζουν προβλήματα γονιμότητας.

Περίπου 10-15% των στείρων ζευγαριών χαρακτηρίζονται ως ανεξήγητη  (ιδιοπαθής) κατηγορία, όπου δεν μπορεί να εντοπιστεί προφανής  αιτία   υπογονιμότητας.

Το σύνδρομο αναπαραγωγικής αυτοάνοσης αποτυχίας περιγράφηκε αρχικά   από τους Gleicher et al.  σε  γυναίκες με ενδομητρίωση, στειρότητα και   αυξημένα αυτοαντισώματα.

 Αυτοάνοσες ασθένειες

H αυτοανοσία μπορεί να οδηγήσει σε αποτυχία αναπαραγωγής, σε   διαφορετικά στάδια της αναπαραγωγικής διαδικασίας, ανάλογα με την ποιότητα και ενδεχομένως την ποσότητα της μη φυσιολογικής αυτοάνοσης απόκρισης (διαταραχή ανοσολογικής ανοχής).

Η αυτοανοσία μπορεί να επηρεάσει όλα τα στάδια της γονιμότητας:

  • μέσω της αποτυχίας των ωοθηκών
  • της αποτυχίας των όρχεων
  • της αποτυχίας εμφύτευσης
  • της απώλειας της εγκυμοσύνης

Οι  αυτοάνοσες ασθένειες, μπορεί να σχετίζονται με στειρότητα και απώλεια   εγκυμοσύνης μέσω διαφορετικών υποθετικών μηχανισμών.

Ενδείξεις αυτοανοσίας:

  • Ιστορικό επαναλαμβανόμενων αποβολών
  • Ιστορικό επαναλαμβανόμενων αποτυχιών IUI/ IVF
  • Ανεξήγητη στειρότητα
  • Προ-υπάρχουσα ανοσολογική διαταραχή
  • αυτοάνοσες ασθένειες όπως ο θυρεοειδής, ο διαβήτης κ.ά.

Αν και  δεν  έχουν  διεξαχθεί  πολλές  μελέτες σε ανθρώπους, ο  ρόλος  της  κυτταρικής ανοσίας  στην  αυτοανοσία  των  ωοθηκών, εκτός από την χημική  ανοσία, έχει ανιχνευθεί τόσο τοπικά στην ωοθήκη όσο και στην περιφέρεια.

Ωστόσο, λόγω των τεχνικών δυσκολιών στην καθημερινή εργαστηριακή εργασία, οι περισσότερες κλινικές μελέτες περιορίζονται στην ανίχνευση αντισωμάτων ορού για τον καθορισμό αυτοάνοσης ενεργοποίησης σε έναν ασθενή.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι αυτό της «Υποκλινικής Αυτοανοσίας» όπου γυναίκες που παρουσιάζουν παρόμοιες χημικές (εργαστηριακές) διαταραχές -όπως οι ασθενείς με καθορισμένες αυτοάνοσες ασθένειες- αλλά δεν εκφράζουν κανένα από τα κλινικά συμπτώματα που απαιτούνται για τη διάγνωση μιας αυτοάνοσης νόσου.

Υπάρχουν σημαντικές εργαστηριακές εξετάσεις που πρέπει να ολοκληρωθούν για ασθενείς που έχουν ανοσολογικά προβλήματα γονιμότητας. Τα αυτοάνοσα νοσήματα του θυρεοειδούς, ακόμη και απουσία  υποθυρεοειδισμού, έχουν συσχετιστεί με τη στειρότητα και τη μειωμένη ανταπόκριση στη θεραπεία της γονιμότητας. Έχουν,  επίσης, συνδεθεί με    αυτοανοσία που σχετίζεται με γλουτένη. Τα αυτοάνοσα νοσήματα του   θυρεοειδούς μπορεί να οδηγήσουν σε υπογλυκαιμία ή υπερθυρεοειδισμό, που μπορεί να επηρεάσει την γονιμότητα.

Γράφει η
Κομνηνού Ελένη
Ρευματολόγος
Υπεύθυνη Τμήματος Αυτοάνοσων Ρευματικών Νοσημάτων Κύησης ΜΗΤΕΡΑ