Αρθρίτιδα

Αρθρίτιδα είναι η φλεγμονή των αρθρώσεων που εκδηλώνεται με πόνο, δυσκαμψία, οίδημα, ερυθρότητα, καθώς και περιορισμό της κινητικότητας μίας ή περισσότερων αρθρώσεων.

103.000.000 άτομα στην Ευρώπη υποφέρουν από αρθρίτιδα και άλλες ρευματικές νόσους. Το 14% του ελληνικού πληθυσμού, δηλαδή περίπου 1.400.000 άτομα επισκέπτονται το γιατρό τους με προβλήματα των αρθρώσεων, μια παθολογική κατάσταση που προκαλεί πόνο, απώλεια εργατοωρών, κακή ποιότητα ζωής, γρήγορη συνταξιοδότηση και, εάν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα, σοβαρή αναπηρία στον πάσχοντα.

H αρθρίτιδα μπορεί να επηρεάσει άτομα κάθε ηλικίας.

Είναι πιο συχνή σε άτομα ηλικίας άνω των 55 ετών αν και ορισμένοι τύποι αρθρίτιδας μπορεί να επηρεάσουν και παιδιά. Οι γυναίκες προσβάλλονται συχνότερα από αρθρίτιδα και συχνά παρουσιάζουν πιο σοβαρά συμπτώματα.

Ρευματοειδής αρθρίτιδα

Ο όρος ρευματοειδής αρθρίτιδα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1859. Πρόκειται για μια χρόνια φλεγμονώδη, αυτοάνοση και εξελικτική νόσο, που προσβάλλει κατεξοχήν τις αρθρώσεις, αλλά και διάφορα άλλα όργανα.

Είναι το συχνότερο φλεγμονώδες ρευματικό νόσημα. Προσβάλλει συνήθως άτομα ηλικίας 35-55 ετών, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε άτομα οποιασδήποτε ηλικίας, ακόμα και σε παιδιά.

Τα συμπτώματά της μοιάζουν με αυτά της οστεοαρθρίτιδας. Εκδηλώνεται με πόνο στις αρθρώσεις, δυσκαμψία και διόγκωση, ενώ μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια βάρους, πόνο στο στήθος, κόπωση και πυρετό.

Η συχνότητα της ρευματοειδούς αρθρίτιδας ανέρχεται στο σε 6,7‰ στους ενηλίκων και είναι τρεις φορές μεγαλύτερη στις γυναίκες από όσο στους άντρες.

Σημαντικές είναι οι οικονομικές συνέπειες της νόσου για τους ασθενείς, τις οικογένειές τους και το σύστημα υγείας. Στη χώρα μας, εκτιμάται ότι το 25% των ασθενών με ρευματοειδή αρθρίτιδα εγκαταλείπουν την εργασία τους μέσα στα 5 πρώτα χρόνια από τη διάγνωση, ενώ, 10 χρόνια μετά τη διάγνωση, αυτό το ποσοστό ανέρχεται σε 50%.

Η αιτιολογία της νόσου είναι άγνωστη και πιθανόν πολυπαραγοντική.

Παθογένεια & προδιάθεση

Στην παθογένεια συμμετέχουν πολλά είδη κυττάρων, συμπεριλαμβανομένων των μακροφάγων, Τ-κυττάρων, Β-κυττάρων, ινοβλαστών, χονδροκυττάρων και των δενδριτικών κυττάρων.

Στην προδιάθεση για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα και τη σοβαρότητα της νόσου εμπλέκονται πολλά γονίδια, όπως class II major histocompatibilitycomplex genes, PTPN22 και το γονίδιο για την peptidylarginine transferase. Αποδεικτικά στοιχεία της αυτοανοσίας, δηλαδή υψηλά επίπεδα ορού των αυτοαντισωμάτων όπως ο ρευματοειδής παράγοντας ( Ra test ) και κιτρουλινωμένα αντισώματα πεπτιδίων (anti-CCP), μπορεί να είναι παρόντα πολλά χρόνια πριν την εμφάνιση των κλινικών σημείων αρθρίτιδας.

Προσαρμοστική και φυσική ανοσολογική απάντηση στον αρθρικό υμένα έχουν εμπλακεί στην παθογένεια της ρευματοειδούς αρθρίτιδας.

Η φλεγμονή του αρθρικού υμένα που επενδύει την αρθρική κοιλότητα και παράγει το αρθρικό υγρό, οδηγεί προοδευτικά σε καταστροφή των χόνδρων και διάβρωση των παρακείμενων οστών με τελικό αποτέλεσμα την παραμόρφωση των αρθρώσεων.

Κλινικές εκδηλώσεις

Οι κλινικές εκδηλώσεις της ΡΑ διακρίνονται σε αρθρικές και εξωαρθρικές. Πολύ συχνά, διαφέρουν από ασθενή σε ασθενή, αλλά και στον ίδιο ασθενή κατά την πορεία της νόσου.

Γενικά συστηματικά συμπτώματα, όπως πυρετός, εύκολη κόπωση, μυαλγίες και απώλεια βάρους μπορεί να συνοδεύουν ή να προηγούνται των ειδικών εκδηλώσεων της νόσου. Η έναρξή της μπορεί να είναι οξεία, υποξεία ή σταδιακή. Ο πιο συχνός τρόπος εμφάνισης είναι η σταδιακή (ήπια) εκδήλωση των συμπτωμάτων σε μια περίοδο αρκετών εβδομάδων, με προεξάρχοντα συμπτώματα τον πόνο, τη διόγκωση των αρθρώσεων και τη δυσκαμψία, κυρίως το πρωί ή μετά από πολύωρη ακινησία.

Διάγνωση

Για τη διάγνωση της νόσου απαιτείται η σωστή λήψη του ιστορικού και η κλινική εξέταση του ασθενούς. Η αναγνώριση των προαναφερθέντων χαρακτηριστικών της αρθρίτιδας, καθώς και των άλλων συμπτωμάτων θα θέσουν την υποψία της νόσου, η οποία θα επιβεβαιωθεί και με τον εργαστηριακό έλεγχο, που θα περιλαμβάνει ακτινογραφίες και εξετάσεις αίματος.

Από τις εξετάσεις αίματος παρατηρούνται αυξημένοι δείκτες φλεγμονής (ΤΚΕ και CRP) και αναιμία. Επίσης, μπορεί να ανιχνευθούν στο αίμα των ασθενών και αντισώματα όπως ο ρευματοειδής παράγων (RΑ-test) καθώς και αντισώματα κατά κάποιων πρωτεϊνών, που λέγονται αντικιτρουλινικά αντισώματα (αντί CCP), τα οποία όμως δεν είναι διαγνωστικά για τη νόσο, αφού υπάρχουν και σε υγιείς, αλλά και σε πάσχοντες από άλλα νοσήματα. Απλώς επιβεβαιώνουν τη διάγνωση όταν υπάρχει και η αντίστοιχη κλινική εικόνα.

Εντυπωσιακή είναι η κληρονομικότητα της ΡΑ.

Θεραπεία

Η έγκαιρη διάγνωση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας είναι το «κλειδί» για την αποτελεσματική θεραπεία της. Η σύγχρονη αντιμετώπισή της στηρίζεται στα ευρήματα μελετών που δείχνουν ότι η ΡΑ ανταποκρίνεται καλύτερα στη θεραπεία όταν αυτή ξεκινήσει έγκαιρα. Ο στόχος της θεραπείας είναι η πρόληψη ή ο έλεγχος της καταστροφής των αρθρώσεων και η μείωση των συμπτωμάτων.

Οι βιολογικές θεραπείες είναι είτε μονοκλωνικά αντισώματα, είτε διαλυτοί υποδοχείς οι οποίοι εξουδετερώνουν πρωτεΐνες που εμπλέκονται άμεσα στη φλεγμονή (π.χ. TNFα), είτε υποδοχείς στα κύτταρα τέτοιων πρωτεϊνών (π.χ. IL-6), είτε ομάδες κυττάρων που εμπλέκονται με διάφορους μηχανισμούς στη φλεγμονή της ΡΑ (π.χ. Β-λεμφοκύτταρα).

Η συνεχής έρευνα που γίνεται τα τελευταία χρόνια έχει οδηγήσει στην καλύτερη κατανόηση της πάθησης και σε μια πιο ολοκληρωμένη αντιμετώπισή της, που, εκτός από τη φαρμακευτική αγωγή, περιλαμβάνει την άσκηση, τη διατροφή και την εκπαίδευση του ασθενούς, με στόχο την αλλαγή του τρόπου ζωής του και τη βελτίωση της καθημερινότητάς του.